Το ανά χείρας βιβλίο συνιστά απότοκο ανάγκης για ορθολογική ταξινόμηση και (δι)ερμηνεία των εικαστικών φαινομένων στην μεσαιωνική Ανατολική Ευρώπη, Μικρά Ασία και Εγγύς Ανατολή, ήτοι στο πολιτικό σχήμα που ονομάζουμε, μάλλον συνοπτικώς, Βυζάντιο. Τούτο διότι σπανίζουν στην επιστημονική βιβλιογραφία συνθετικές πραγματείες, ικανές να αντιμετωπίσουν τη βυζαντινή τέχνη ως οργανισμό, με συνοχή και ενέργεια, και να τεκμηριώσουν τη μορφολογική της δομή και τις εξελικτικές της φάσεις.
Η έλλειψη τέτοιων μελετών είναι ενδεικτική των χασμάτων γνώσεως και πληροφορίας που παρουσιάζει το δημοσιευμένο υλικό και κατ’ επέκταση η τεκμηρίωση της προελεύσεως και διαδοχής των στιλιστικών ρευμάτων της ύστερης βυζαντινής εποχής. Το «παράδοξο» της διαμορφώσεως του «παλαιολόγειου» ιδιώματος την περίοδο της Λατινοκρατίας, η σπάνις εικαστικών έργων στην ίδια την πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους στο 12ο και 13ο αιώνα αλλά και μετά το 1320, το χρονολογικό και υφολογικό «ανερμήνευτο» ορισμένων έργων με ιδιάζοντα χαρακτήρα, οι «εσωτερικές» διεργασίες που προηγούνται της καλλιτεχνικής παραγωγής και η συμβολή των χορηγών στην επιλογή του ύφους, οι στιλιστικές διαφοροποιήσεις, οι ανακολουθίες και οι αναδρομές, η ύφεση στην αρχιτεκτονική παραγωγή στα παλαιολόγεια χρόνια, ιδίως μετά τη βασιλεία του Ανδρόνικου Β’, σε συνδυασμό με την οργανική αποσύνδεση αρχιτεκτονήματος και γραπτού διακόσμου, αλλά και η μετά το 1350 συντριπτική αριθμητική υπεροχή των εικόνων εν σχέση με τις τοιχογραφίες, είναι μερικά εκ των πλέον σημαντικών, αλλά δίχως πλήρωση, «κενών» στη γνώση της ύστερης βυζαντινής τέχνης.
Πέρα από τα χάσματα γνώσεως, η δυσκολία στην κατανόηση των δεδομένων της όψιμης τέχνης του Βυζαντίου και των περί αυτό περιοχών οφείλεται σε ένα προσέτι γεγονός: στην παρουσία στερεοτύπων και ιδεολογημάτων, η ισχύς των οποίων παραμένει μεγάλη στα Βαλκάνια, για λόγους ιστορικούς. Ως γνωστόν, η χρήση στερεοτύπων και ιδεολογημάτων προηγείται συνήθως της επιστημονικής αλήθειας, νοούμενης ως ελέγχου των πραγματικών δεδομένων. Όταν αυτό συμβαίνει, η δυνατότητα καθαρής και απροκατάληπτης οράσεως αποκλείεται εκ προοιμίου. Εξαιρέτως δε όταν η στερεότυπη ερμηνεία αφορά στην τεχνοτροπία, της οποίας το τρέχον μεθοδολογικό σύστημα είναι ανεπαρκές, οικτρώς υποκειμενικό και δεκτικό υστερόβουλης χρήσεως.
Τα ερευνητικά τούτα προβλήματα θα οδηγήσουν τον γράφοντα στη σύνταξη ενός “στέμματος”, ορθής χρονολογικής και στιλιστικής κατατάξεως των εκ των μέσων του 12ου αιώνα και εντεύθεν εικαστικών έργων, προκειμένου να αντληθούν και να αξιοποιηθούν οι μαρτυρίες που αυτά «εσωκλείουν».
__________________________________________________________________________________________________________________________________
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η «τέχνη της Κωνσταντινουπόλεως»: εύρημα ή γεγονός;
Παράγοντες διαμορφώσεως του χαρακτήρα της ύστερης τέχνης του Βυζαντίου. Η αναδρομή στην Αρχαιότητα
Παράγοντες διαμορφώσεως του χρακτήρα της ύστερης τέχνης του Βυζαντίου. Η συμβολή της Δύσεως και της σταυροφορικής Ανατολής
Το κράτος της Νίκαιας ως κέντρο δημιουργίας της «παλαιολόγειας» ζωγραφικής
ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ
Η ζωγραφική στο Βυζάντιο και την «Περιφέρεια» μετά το 1150
Η ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ «ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑΣ» ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑΣ
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ
Ο ΜΙΧΑΗΛ Η’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η RENOVATIO ARTIUM
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Β’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
Η κυριαρχία του μητροπολιτικού κλασικισμού
Η «ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»
Η «ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ»
Η «ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΜΙΣΤΡΑ»
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΕΜΦΥΛΙΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ (1321-1354)
Ο αγώνας για την κατάκτηση της πραγματικότητας και η ματαίωσή του
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΥ
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ ΣΤΟ ΜIΣΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΣΥΝΟΨΗ. ΥΣΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ – ΥΣΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ VISIO MUNDI
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
__________________________________________________________________________________________________________________________________
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Μ. ΒΑΦΕΙΑΔΗ
Ο Κωνσταντίνος Βαφειάδης είναι Ιστορικός της Βυζαντινής τέχνης, απόφοιτος τριών Πανεπιστημίων, της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών των Αθηνών, του τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης και του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι μεταπτυχιακές του σπουδές αφορούν κυρίως στη Βυζαντινή Αρχαιολογία, αντικείμενο για το οποίο εκπόνησε διδακτορική διατριβή (2004) και για το οποίο ασκεί μεταδιδακτορική έρευνα (PostDoc) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο Κ. Βαφειάδης έχει διδάξει Ιστορία της Τέχνης (ως Λέκτορας, Π/Δ 407) στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και στο τμήμα Γραφικών και Καλλιτεχνικών Σπουδών του ΤΕΙ Αθηνών (2006-2009), καθώς και Βυζαντινή Αρχαιολογία στο τμήμα Φιλολογίας του Παν/μίου Αχαϊας και στο τμήμα Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών.
Η επιστημονική του δραστηριότητα περιλαμβάνει συμμετοχές σε ερευνητικά προγράμματα, ανασκαφές και συνέδρια, καθώς επίσης συγγραφή αυτοτελών μελετών, δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, αλλά και επιφυλλίδες στον ημερήσιο τύπο. Συμμετέχει επίσης ενεργά στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας με διαλέξεις, εκθέσεις, εικονογραφήσεις δημοσίων κτηρίων και ιερών ναών, με εικαστικές παρεμβάσεις (Murals) αλλά και με δοκίμια που αφορούν κυρίως στην τέχνη και τις σύγχρονες εφαρμογές της.
There are no reviews yet.